Οδυσσέας Ελύτης - Μονόγραμμα
Έρωτας και απώλεια. Η απόλυτη χαρά της ζωής και το βίαιο τέλος της. Πως αλήθεια πορεύεσαι όταν ο λόγος της ύπαρξης σου παύει να υπάρχει; Ποιος είναι εκείνος που θα κατατάξει τον έρωτα σε αποδεκτό και μη; Ποιος είναι εκείνος που θα κρίνει το συναίσθημα ως ηθικό ή όχι;
Ο Οδυσσέας Ελύτης, συνέθεσε με μοναδικό λυρισμό την ιστορία δύο ερωτευμένων, που ο έρωτας τους μη όντας κοινωνικά αποδεκτός, οδήγησε την κοπέλα να πράξει το απονενοημένο. Η τραγική φιγούρα του ποιητή που μένει πίσω πενθώντας για την αγαπημένη του, θα μπορούσε να είναι η φιγούρα οποιουδήποτε που η μοίρα τον οδήγησε στο χαμό μιας αγάπης, ακόμα κι αν η κατάληξη αυτή, δεν ήταν εξαιτίας ενός θανάτου.
Στην α’ ενότητα του ποιήματος, ως ερωτευμένος ο ποιητής, επιμένει. Πιστεύει πως θα έρθει η ώρα που η μοίρα θα αλλάξει τα γραμμένα, γιατί η αγάπη των ανθρώπων στο τέλος πάντα νικά. Έτσι εξάλλου δεν ξεκινούν όλα; Με πίστη;
Στην β’ ενότητα, μέσα από τα πένθιμα δάκρυα που χαράζουν τα ανεξίτηλα σημάδια τους στην ψυχή του, ο ποιητής αρχίζει να αμφιβάλλει για το αν όλα όσα έζησε με την αγαπημένη του ήταν αλήθεια. Έτσι παίζει το μυαλό, όταν δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια κατάσταση. Με την αμφιβολία. Μα κάπου εκεί, έρχονται οι αναμνήσεις, οι εικόνες κι οι λέξεις, να σε κοιτάξουν στα μάτια και να σου πουν πως άλλο τρόπο αντιμετώπισης πρέπει να βρεις για να «νικήσεις».
Στην γ’ ενότητα, ο ποιητής μιλά για το πώς αλληλοσυμπληρώνει ο ένας τον άλλο, σαν να μην έχει χαθεί τίποτα! Φωνάζει για την μοναδικότητα αυτού του έρωτα και δηλώνει πως πέρα απ’ αυτόν, δεν του έχει μείνει τίποτα άλλο. «Που πια δεν έχω τίποτε άλλο…» αναφέρει κι ο πόνος της απόσχισης κόβει σαν αιχμηρό λεπίδι. Σαν εκείνο το λεπίδι που ίσως πήρε την ζωή της αγαπημένης του και τώρα, στην δ’ ενότητα, της φωνάζει:
«Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς;;;»
Στη ε’ ενότητα, αφού έχει θρηνήσει και την οργή του την έχει ξεσπάσει σε θάλασσα και ουρανό, θυμάται και εξυμνεί την ομορφιά της αγαπημένης του, ομολογώντας την μοναδικότητα της. Αυτής που τον έκανε να την αγαπήσει όσο τίποτε άλλο. Αυτή η μοναδικότητα, είναι το κυρίαρχο στοιχείο που ανακαλύπτουν οι ερωτευμένοι στο ταίρι τους και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δύναμης τους! Σαν χαθεί αυτό έχει χαθεί κι έρωτας.
Η στ’ ενότητα έρχεται να δηλώσει το αντίο. Τον αποχαιρετισμό μέσα από έναν ασυμβίβαστο συμβιβασμό, με κυρίαρχο στίχο:
«Έτσι σ΄ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να ΄χει ό χρόνος όλος αθωωθεί…»
Με την φράση αυτή, ομολογεί στο «μέσα» του την δύναμη του Έρωτα που μπορεί να ξεπεράσει ως και το έρεβος του θανάτου, το οποίο αρχίζει να αποχρωματίζεται με τις αχτίδες της ελπίδας για μια μελλοντική επανένωση.
Αυτή η ελπίδα καταγράφεται στην ζ’ και τελευταία ενότητα με την μορφή ενός παραδεισένιου νησιού που οι δύο τους θα μείνουν για πάντα μαζί.
«Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.»
μας λέει στο τέλος ο ποιητής, παραδεχόμενος πως όχι απλά δεν θα ξεχάσει, μα θα θυμάται την αγαπημένη του κι όσα χάρηκε μαζί της, κάθε στιγμή για την υπόλοιπη του ζωή.
Ένα Μονόγραμμα χαραγμένο κατευθείαν στην καρδιά, που αξίζει όσο περισσότερες αναγνώσεις γίνεται.
Ματίνα Κ. Καρελιώτη
Μονόγραμμα (απόσπασμα)
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά