Αντίστροφη Μέτρηση...
Τα πέντε τελευταία, μα πανηγυρικά λεπτά της χρονιάς που έφευγε, τον βρήκαν να ξαποσταίνει, σ’ ένα γλιτσιασμένο πεζοδρόμιο της παράγωνης, μπορεί και παράφωνης, οδού Κτενά. Τα κόκκινα φαρδιά ρούχα του «αγίου» ήταν εντελώς παράταιρα πάνω του. Τσαλακωμένα και βρώμικα, δεν είχαν τίποτα από την αίγλη των αντίστοιχων,
του παχουλοκομψού κυρίου με την άσπρη γενειάδα, που μοιράζει δωράκια από τις καμινάδες. Το σακί του, μια λινάτσα χιλιοχρησιμοποιημένη, άδειο και μαραμένο, έχασκε δίπλα του με μια θλίψη πρωτόγνωρη.
Είχε ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί. Όχι πως αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερο. Κάθε πρωί στις πέντε ήταν ξύπνιος. Πολλές φορές, ο ύπνος δεν έμπαινε καν στον κόπο να τον επισκεφτεί. Σιγά που αυτός θα αποτελούσε εξαίρεση. Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που κάποιος μπήκε μέσα στην παράγκα που την έλεγε «σπίτι». Κάπου στα Τουρκοβούνια ήταν αυτό. Ανάμεσα σε κάτι ξερολιθιές που έμπλεκαν το κιτρινισμένο χρώμα του ασβέστη, με το ελπιδοφόρο πράσινο από τις λειχήνες και το διάφανο της μοναξιάς.
Η διαφορά εκείνου του πρωινού, ήταν πως έκρυβε την προοπτική ενός κάποιου λαθραίου μεροκάματου. Παραμονή πρωτοχρονιάς βλέπεις κι η πόλη ήταν έτοιμη τρέξει στον αγώνα της προϋπάντησης ενός άγνωστου! Ναι, το νέο έτος είναι ένας άγνωστος! Ποιος ξέρει, με τι προθέσεις έρχεται; Παραμονή πρωτοχρονιάς λοιπόν κι αυτή η αγιοβασιλιάτικη στολή, που ‘χε ξεμείνει να του θυμίζει πως κάποτε πέρασαν παιδιά απ΄ την ζωή του, ίσως να του χάριζε μερικά ευρώ να ξεγελάσει το στομάχι που γουργούριζε.
Η μέρα κύλησε με δυσκολία ανάμεσα στους κατάμεστους δρόμους. Στα ανεξέλεγκτα κορναρίσματα που του έπαιρναν το κεφάλι. Στις βρισιές και τα σπρωξίματα, απ' όλους αυτούς που κατά τ’ αλλά είναι φιλάνθρωποι και ελεήμονες. Φυσικά, κανείς δεν θέλησε να φωτογραφηθεί δίπλα σ’ αυτόν τον «άθλιο» Άι Βασίλη. Τι κι αν η γενειάδα του ήταν αληθινή κι η καρδιά του ακόμα ανοιχτή κι έτοιμη να «δώσει». Τα ρούχα του ήταν κουρέλια και τα μάγουλα ανύπαρκτα απ΄ την πείνα. Αποκρουστική αληθινή εικόνα, ανάμεσα σε αμέτρητες πανέμορφες, μα ψεύτικες!
Λίγο πριν την αντίστροφη μέτρηση, που θα ακούγονταν μεγαλόπρεπα από τα μεγάφωνα της πλατείας Συντάγματος, αποφάσισε να αποτραβηχτεί σε εκείνο τον τυφλό παράδρομο της Ερμού. Δεν άντεχε άλλο την βουή του κόσμου. Με τις κρύες ριπές του ανέμου να διαπερνούν το κορμί του, με φανερή την σωματική αδυναμία μαζί με και εκείνη την απόρριψη που του έσκιζε την ψυχή, κάθισε κατάχαμα σε εκείνο το γλιστερό πεζοδρόμιο. Τα μάτια του θόλωναν. Η υγρασία της νύχτας και το θαμπό φως απ' την μοναδική λάμπα του δρόμου δημιουργούσαν περίεργες σκιές. Μα… εκείνο το παιδί που ξεπρόβαλε πίσω από τον κάδο σκουπιδιών ήταν κι αυτό σκιά; Όχι, δεν ήταν σκιά. Πόσο όμορφο του φάνηκε! Τα μάτια του έλαμπαν. Ήταν παράξενο που βρίσκονταν εκεί, τούτη τη στιγμή. Δεν του φαίνονταν για αλητάκι. Τα ρούχα, τα παπούτσια που φορούσε ήταν καινούργια και τα μαλλιά του καλοχτενισμένα.
10… 9… 8… ακούστηκε από τα μεγάφωνα. Ο χρόνος βρίσκονταν στην τελική του ευθεία. Το παιδί ήταν μόνο του. Δεν έδειχνε να φοβάται και σαν να έκανε μια κίνηση να τον πλησιάσει. Πως είναι δυνατόν; Συνήθως τα παιδιά φοβούνται το αποστεωμένο παρουσιαστικό του και φεύγουν μακριά. 7… 6… το παιδί όντως πλησίασε δίπλα του και έτσι όπως ένιωσε αυτή την παρουσία κοντά του, η πληγωμένη καρδιά άρχισε να πάλλεται πιο γρήγορα. 5... 4... το παιδί άπλωσε το χέρι πάνω στο ζαρωμένο πρόσωπο αυτού του «αποτυχημένου» Άι Βασίλη ενώ τον κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια. Τόσο βαθιά, που σαν τα μάτια τους να ενώθηκαν και να ‘βλεπαν προς την ιδία κατεύθυνση πια. 3… το σώμα του ζεστάθηκε και μια αίσθηση ευφορίας τον τύλιξε. 2… Ναι, έβλεπε στην ιδία κατεύθυνση με το παιδί. 1… Ναι, ο ίδιος πλέον είχε γίνει ξανά παιδί!
Ένα παιδί, που βρίσκονταν ασφαλές, στην θερμή αγκαλιά του Δημιουργού του.
Ματίνα Κ. Καρελιώτη 2016