Γκραγκάντα (1972) – Γιάννης Ρίτσος
Διαβάζοντας την Γκραγκάντα, αισθάνθηκα πως βρέθηκα στο μάτι ενός γνώριμου κυκλώνα. Με λέξεις που έρχονταν κι έφευγαν, πετώντας πάνω απ’ το κεφάλι μου, άλλες φορές καταλαβαίνοντας πιο πολλά απ’ ό,τι έπρεπε κι άλλες που αναρωτιόμουν για την αντιληπτική μου ικανότητα.
Η Γκραγκάντα, δεν είναι κάτι απλό. Κι αυτό, γιατί πρόκειται για μια πραγματική κατάθεση… ψυχής. Και ποια ψυχή λογίζεται για απλή και κατανοητή όταν αποφασίζει να ξεδιπλωθεί; Μέσα απ’ αυτό το έργο ξέσπασε ο Ρίτσος. Απελευθερώθηκε. Ξεχείλισε από ποίηση και αναγεννήθηκε σαν άλλος Φοίνικας μέσα από τις στάχτες του προσωπικού, επαγγελματικού και καλλιτεχνικού του γίγνεσθαι.
Δεν χρειάζονταν πολλά πολλά για να στηθούν χίλιες και μια εικόνες στο μυαλό μου όταν διάβασα αυτό:
«…αχ, αχ παιδιά μου, αναστενάρια μου - είπε- πατώντας ξυπόλυτα τις μεγάλες φωτιές των αστεριώνε, από ξερό θυμάρι, αναστημένα συνθήματα, φυλακές εξορίες, λεβεντιές αδήλωτες…»
κι ήταν κι αυτό, που μου γίνηκε ανάγκη η συνέχιση της ανάγνωσης :
«…κ’ η νύχτα του Ιούνη καταμόναχη μέσα στον κόσμο σπαρταρώντας
μες στον ίδιο της το σπασμό…»!
Στα εξήντα δύο του ο Ρίτσος, έχοντας βιώσει την αρρώστια, το θανατικό, την εξορία, την ιδεολογική απογοήτευση μα και την αναγνώριση του έργου του, θέλει να μεταμορφωθεί σαν τον γλάρο Ιωνάθαν και να μεταναστεύσει στο «παραπάνω» επίπεδο, μέσω των υπερρεαλιστικών περιγραφών του, οι οποίες μια χαϊδεύουν τις μνήμες των κυττάρων μας και μια τις δονούν με βία:
«…Μάθαμε να ξεχνάμε. Τι να κάναμε; Παρηγοριόμασταν.
Τι φελάει ο θυμός; Ο χρόνος – είπε - δεν κάνει χατήρια.
Και ποιος του ζήτησε; - είπε ο άλλος – ας είν' καλά ο θάνατος.»
Μέσα στην περίπλοκη ιστορία του, βρίσκουμε τον Λευτέρη, τον Διονύση μα και τον Θωμά τον Λευκοπάτη που είναι συλλέκτης κομματιών κιμωλίας. Συναντάμε τον Θανάση, που γύρισε απ’ το στρατόπεδο μισότρελος και αρέσκεται να «φτύνει» τις λέξεις. Ερχόμαστε απέναντι από μια μεγάλη ανθοδέσμη που την κρατούν σφιχτά η συνωμοσία και η προδοσία., αλλά και από μια ρωγμή χιόνι που διατηρείται ανάμεσα στο καλοκαίρι για να μπορούμε να παίρνουμε πότε πότε μιαν ανάσα.
Επίσης, ανάμεσα στις αλληγορικές εικόνες ανακαλύπτουμε στίχους-στόχους:
«… η πείνα. Μονάχα η πείνα κυβερνά, γι’ αυτό εύκολα κυβερνιούνται οι πεινασμένοι.»
«Αργότερα καθένας ήθελε να μιλήσει για το φόβο. Καθένας είχε και το δικό του φόβο. Αν μιλούσαν θα μεγάλωνε ο φόβος. Δεν μιλούσαν….»
«…ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ’ όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι, ξυπνούν οι ένοικοι, σκύβουν απ΄ τα παράθυρα., κανείς δεν είναι, κανείς δεν ήταν ποτέ – τι φοβάσαι; Τι έχεις να χασεις;…»
Η ποίηση είναι η απόδειξη του δισυπόστατου της ύπαρξης μας κι ο Ρίτσος το προσυπογράφει με αυτό το έργο καθώς κατήργησε την ύλη μέσα απ' το χρόνο που κύλησε από πάνω του.
Επιπρόσθετα η Γκραγκάντα μπορεί να θεωρηθεί μια γροθιά στο προσωπικό του κατεστημένο γραφής, το οποίο το αντιλαμβάνεται ο ποιητής και θέλει να του εναντιωθεί μέσω των επιθετικών εικόνων και περιγραφών που χρησιμοποιεί. Αυτή η ανατροπή ειναι και η μαγεία αυτού του έργου. Κι η μαγεία της γραφής, μου αποκαλύπτεται κάθε φορά που η αίσθηση της ανάγνωσης αδυνατεί να καταγραφεί μέσω οποιασδήποτε περιγραφής και ανάλυσης. Η Γκραγκάντα του Γιάννη Ρίτσου το πιστοποιεί αυτό στο έπακρον.
Ματίνα Κ. Καρελιώτη