Αφήνω την ψυχή μου ξυπόλητη…
“Αφήνω την ψυχή μου ξυπόλητη.
Το ξέρω πώς ο δρόμος είναι γεμάτος από συναισθήματα – ξυράφια.
Μα δεν μπορώ να της στερήσω την αίσθηση της χωμάτινης αλήθειας.
Δεν θα φοβηθώ ούτε τον πόνο, ούτε τα σημάδια που αυτά θα αφήσουν.
Γιατί το ξέρω.
Κάποτε η ψυχή μου θα πατήσει πάνω στο κοκκινόχωμα του δημιουργού.
Και τότε όλοι οι πόνοι θα περάσουν στη λήθη.
Είναι που θα θυμηθεί το χάδι και την αγάπη του.
Κι όλη η ανηφόρα θα μοσχομυρίσει ελπίδα. Χώμα και νερό. Κι όλα πλάθονται. Αλλάζουν. Μεταμορφώνονται...”
Το ξέρω πώς ο δρόμος είναι γεμάτος από συναισθήματα – ξυράφια.
Μα δεν μπορώ να της στερήσω την αίσθηση της χωμάτινης αλήθειας.
Δεν θα φοβηθώ ούτε τον πόνο, ούτε τα σημάδια που αυτά θα αφήσουν.
Γιατί το ξέρω.
Κάποτε η ψυχή μου θα πατήσει πάνω στο κοκκινόχωμα του δημιουργού.
Και τότε όλοι οι πόνοι θα περάσουν στη λήθη.
Είναι που θα θυμηθεί το χάδι και την αγάπη του.
Κι όλη η ανηφόρα θα μοσχομυρίσει ελπίδα. Χώμα και νερό. Κι όλα πλάθονται. Αλλάζουν. Μεταμορφώνονται...”
Έτσι μου είπε, και σήκωσε το βλέμμα στο λευκό ταβάνι, που σκέπαζε ένα δωμάτιο γεμάτο πόνο. Σε αυτό το ταβάνι, τόσους μήνες τώρα, δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να ζωγραφίζει γαλάζιους ουρανούς και ήλιους θεραπευτές.
Δυο κρίνα, που μας κρυφοκοίταζαν, μου έκαναν νόημα να κρύψω το δάκρυ της λύπησης. Για ποιον άραγε ήταν αυτό το δάκρυ;
Ένιωσα πως μυρίζω προδοσία. Σηκώθηκα σαν αέρας και βγήκα από το δωμάτιο. Δεν ήθελα με τίποτα να διακόψω τη νέα της έμπνευση.
Τότε, τα ολόλευκα κρίνα άρχισαν να λούζουν την ατμόσφαιρα με ένα εξαίσιο άρωμα. Τα μάτια της έκλεισαν με γαλήνη και με μια βαθιά εισπνοή, θέλησε να βάλει μέσα της όλο τον παράδεισο.
Και τα κατάφερε. Ήταν τόσο μικρή, όσο χρειάζονταν, για να χωρέσει μέσα της όλον τον παράδεισο. Τα κρίνα φώλιασαν, τρυφερά και μόνιμα, μες στις παλάμες της. Εκείνη ξυπόλητη, έστεκε πια πάνω απ’ το κοσκινισμένο χώμα τη σάρκα της.
Δυο κρίνα, που μας κρυφοκοίταζαν, μου έκαναν νόημα να κρύψω το δάκρυ της λύπησης. Για ποιον άραγε ήταν αυτό το δάκρυ;
Ένιωσα πως μυρίζω προδοσία. Σηκώθηκα σαν αέρας και βγήκα από το δωμάτιο. Δεν ήθελα με τίποτα να διακόψω τη νέα της έμπνευση.
Τότε, τα ολόλευκα κρίνα άρχισαν να λούζουν την ατμόσφαιρα με ένα εξαίσιο άρωμα. Τα μάτια της έκλεισαν με γαλήνη και με μια βαθιά εισπνοή, θέλησε να βάλει μέσα της όλο τον παράδεισο.
Και τα κατάφερε. Ήταν τόσο μικρή, όσο χρειάζονταν, για να χωρέσει μέσα της όλον τον παράδεισο. Τα κρίνα φώλιασαν, τρυφερά και μόνιμα, μες στις παλάμες της. Εκείνη ξυπόλητη, έστεκε πια πάνω απ’ το κοσκινισμένο χώμα τη σάρκα της.
Η αλήθεια, ήταν εκεί κι αυτή.
Και ήταν έτοιμη να δώσει πνοή στη συνέχιση.
Ματίνα Κ. Καρελιώτη.
Πρώτη δημοσίευση anapnoes.gr
Net photo