«Το στενό της Διδότου» - Ματίνα Κ. Καρελιώτη
Τούτη τη νύχτα, τα βρώμικα στενά της πόλης του φαινόντουσαν πολύ τρομακτικά κι οι μυρωδιές απ' τα σκουπίδια που παρέμεναν στοιβαγμένα δίπλα στους κάδους δημιουργούσαν ένα αίσθημα αποπληξίας. Είχε περπατήσει σχεδόν τη μισή Αθήνα και δεν είχε βρει ούτε μια σπιθαμή για να πάρει αυτή την καθαρή ανάσα που ζητούσε. Ένιωθε το σώμα του βαρύ. Βυθιζόταν στον μαύρο ωκεανό της απόγνωσης κι η ελπίδα για οξυγόνο φάνταζε μια ελάχιστη σταγόνα μέσα σ' αυτόν. Η ύπαρξη του η ίδια βρισκόταν υπό αμφισβήτηση.
Κάθισε κατάχαμα στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Ένιωθε να έχει πιαστεί μια μέγγενη στο κεφάλι του που έσφιγγε κι έσφιγγε σαν να ήθελε να το συνθλίψει. Με μια κίνηση το έχωσε ανάμεσα στα πόδια θαρρείς και έτσι θα μπορούσε να κρυφτεί από τις επιλογές που είχε ήδη κάνει. Οι σκέψεις και οι εικόνες όμως αμείλικτες· άρχισαν να κάνουν κύκλους μπροστά απ΄ τα κλειστά του βλέφαρα, κύκλους, που περιστρέφονταν μια στο παρελθόν και μια στο παρόν. Στο μέλλον, δεν τολμούσαν.
Δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να θυμηθεί πότε ακριβώς είχε κατέβει στην πρωτεύουσα. Ούτε γιατί είχε εγκαταλείψει τη σχολή. Κι όμως, ήταν αλήθεια! Κάποτε, ήθελε να σπουδάσει. Κι εκείνο το κορίτσι με το κίτρινο φόρεμα, αλήθεια ήταν κι αυτό. Μα τώρα πια η εικόνα του είχε θαμπώσει. Αν είχε κάνει τότε μια προσπάθεια να αλλάξει, ίσως το μέλλον να είχε βρει το δρόμο να έλθει στη ζωή του. Μάταια όμως.
Το μόνο που παρέμενε αναλλοίωτο στην εξασθενημένη μνήμη του ήταν ένα στενό. Το στενό της Διδότου. Εκεί όπου για πρώτη φορά το χέρι του τρεμάμενο απλώθηκε για να πάρει το σακουλάκι του θανάτου. Το σκοτεινό βλέμμα του «προμηθευτή» τον στοιχειώνει ακόμα. Εκείνο το σκοτεινό της επερχόμενης καταιγίδας, που ενώ το κοιτάς και αναγνωρίζεις τον κίνδυνο, εσύ μένεις με την αφέλεια της μποράς, που ξεσπά κι ύστερα ο ουρανός γίνεται και πάλι καθαρός.
Προς στιγμήν, ένας ισχυρός πόνος διαπέρασε το στήθος του. Ήταν τόσο δυνατός που τον έκανε να βγάλει μια άηχη κραυγή. Μια καθαρή ανάσα χρειάζονταν. Αυτό ήταν! Δεν είχε καταφέρει να πάρει μια βαθιά, καθαρή ανάσα, σκέφθηκε αμέσως. Το καταπονημένο σώμα του του το υπενθύμιζε στέλνοντας επίπονα σινιάλα. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ήταν αδύνατον. Έπρεπε όμως! Είχε αποφασίσει να ξεκόψει με τον εφιάλτη και το μόνο που είχε ανάγκη για να στηριχθεί ήταν μια φρέσκια ανάσα.
Προσπάθησε ξανά. Ο ψεύτικος κόσμος όμως τον πρόδωσε. Είχε πλήξει με τέτοια σφοδρότητα κάθε μόριο της καρδιάς του που ήταν πια αργά. Σωριάστηκε αναίσθητος στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας. Της πολυκατοικίας που δεν αναγνώρισε, παρόλο που βρισκόταν στο μόνο σημείο που παρέμενε αναλλοίωτο στην εξασθενημένη μνήμη του. Σε εκείνο το μοιραίο στενό της Διδότου.
© 2016 Ματίνα Κ. Καρελιώτη