Άρωμα Φράουλας - Ματίνα Κ. Καρελιώτη


Εκείνη τη μέρα, είχε την αίσθηση πως τον ακολουθούσε μια γνωστή μυρωδιά. Όπου κι αν πήγαινε, ό,τι κι αν έκανε, η μυρωδιά χωνόταν μέσα στις οσφρητικές εισόδους του και του προκαλούσε αναστάτωση. Πως ήταν δυνατόν; Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που το άρωμα φράουλας δεν τον ξυπνούσε πια μέσα από ένα ολογλυκο φιλί. Το μοναδικό αυτό άρωμα που αναδυόταν με φυσικό τρόπο μέσα από τα χείλη της, ήταν αυτό που τον είχε εντυπωσιάσει εξ' αρχής κι αυτό που μίσησε πιο πολύ απ' οτιδήποτε όταν χώρισαν.
Περπατούσε μέσα στον Εθνικό Κήπο προσπαθώντας να κόψει δρόμο καθώς όδευε για τη δουλειά. Ήταν μια τυπική χειμωνιάτικη μέρα, με το γκρίζο της, τα ακατάστατα ρυάκια λογω της συνεχόμενης βροχής κι ένα ενοχλητικό βοριαδάκι που του γύριζε μόνιμα την ομπρέλα ανάποδα. Τι δουλειά είχε αυτή η μυρωδιά του καλοκαιριού μες στο καταχείμωνο;
Σταμάτησε μπροστά σ' ένα ξεχαρβαλωμένο παγκάκι λίγο πριν την έξοδο στην Ηρώδου Αττικού. Πλησίασε κι άρχισε να ψάχνει κάτι στα ξύλινα μέρη της πλάτης. Η πράσινη λαδομπογιά προσπαθούσε ύπουλα να κρύψει κάθε στοιχείο του παρελθόντος, μα οι χαρακιές, ό,τι κι να γίνει, δεν «επουλώνονται». Μπορεί να καλύπτονται, αλλά το βαθούλωμα πάντα θα δηλώνει την ύπαρξή τους.
Έξυσε λίγο το χρώμα αποκαλύπτοντας πάνω στο βρεγμένο ξύλο  δυο μονογράμματα αγκαλιασμένα στο κέντρο μιας μικρής καρδιάς. Θυμόταν πολύ καλά την στιγμή που η αγάπη  τους «χαράχτηκε» στο χρόνο. Εκείνη κάθονταν στα πόδια του κι είχε περασμένο το χέρι της στο λαιμό του. Αυτός πάλι, με τ' ένα χέρι την κρατούσε σφιχτά από τη μέση και με τ' άλλο προσπαθούσε να αποτυπώσει πάνω στο ξύλο τον ερώτα τους. Όταν η ευτυχία ξεχείλιζε, το μέλλον μύριζε πάντα... φράουλα!
Πήρε ένα φιλί από το στόμα του και το ακούμπησε τρυφερά πάνω στη χαραγμένη καρδιά. Έριξε μια τελευταία ματιά και συνέχισε τον δρόμο του. Είχε αρχίσει να λαχανιάζει κι η καρδιά του χτυπούσε παράξενα. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει όλη αυτή την αδιαθεσία.  Έτσι ξαφνικά, χωρίς καμιά αφορμή, τ' άρωμα της είχε επιστρέψει. Ήταν εκεί και διεκδικούσε αισθήματα και μνήμες που είχε παλέψει πολύ να εξαφανίσει. Μα πόσο κάλπικη είναι αυτή η τακτική να προωθούμε στη λήθη καθετί που μας πονά.
Πήρε απόφαση να μην πάει στη δουλειά. Εξάλλου σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να δουλέψει. Οι δρόμοι είχαν μια κίνηση άνευ προηγούμενου. Στη Βασιλίσσης Σοφίας τα οχήματα ήταν εντελώς ακινητοποιημένα· Τα αδιάκοπα κορναρίσματα έμοιαζαν με βίαια σφυροκοπήματα στο μυαλό και ωθούσαν τις αναμνήσεις  να ξεπηδούν με θράσος.
Θυμήθηκε πως κάθε φορά που βόλταραν στην θορυβώδη πόλη τον έπιανε πονοκέφαλος. Εκείνη,  πάντα σταματούσε στην μέση του δρόμου, έβαζε τα δάχτυλα της στους κροτάφους του και κάνοντας απαλές περιστροφικές κινήσεις,μ' έναν μαγικό τρόπο, κάθε ενόχληση εξαφανίζονταν στο λεπτό. Κι άλλες φορές που θύμωνε με την αναλγησία των οδηγών και των αδιάφορων περαστικών, ένα φραουλένιο φιλί του θύμιζε πως εκείνος ανήκε σ' έναν άλλο υπέροχο κόσμο. Τον δικό τους.
Ξάφνου, κάθε σκέψη διακόπηκε όταν η σειρήνα ενός ασθενοφόρου ήχησε σαν πένθιμη καμπάνα. Τα αυτοκίνητα έκαναν χώρο να περάσουν τα περιπολικά και οι διερχόμενοι κοιτούσαν σαστισμένοι. Κάτι άσχημο είχε συμβεί. Κάτι άσχημο.
Παρόλο που δεν ήταν περίεργος, ένιωσε την ανάγκη να βρεθεί μπροστά στο περιστατικό. Προχώρησε γρήγορα προς την κατεύθυνση του ασθενοφόρου, το οποίο σταμάτησε δυο διασταυρώσεις παρακάτω. Το σημείο του συμβάντος είχε κυκλωθεί από τόσο κόσμο που ήταν αδύνατον να δει τι συνέβαινε. Έσπρωχνε και ξανά έσπρωχνε προκαλώντας τον εκνευρισμό του περίγυρου, μα δεν τον ένοιαζε. Τότε, το άρωμα της φράουλας, το οποίο τον επισκέφτηκε απρόσμενα εκείνη την μέρα και τώρα είχε γίνει πιο έντονο από ποτέ, του φανερώθηκε μέσα απ' τα καστανόξανθα μαλλιά που βάφονταν με το πορφυρό του αίματος της. Εκεί στη μέση μιας πολήβουης λεωφόρου.
Ήταν εκείνη.  Ναι, εκείνη, που κάποτε ήταν ο κόσμος του όλος. Εκείνη, που την έχασε λόγω ενός ξιπασμένου εγωισμού. Εκείνη, που παρόλο που δεν σταμάτησε ποτέ του να την αγαπά, δεν την  διεκδίκησε φοβούμενος μια ενδεχόμενη άρνηση. Πόσο ελάχιστοι φαινόμαστε μερικές φορές μέσα απ' τις πράξεις μας...
Ο κόσμος φώναζε:
«Δεν έχει σφυγμό...»
«Μην πλησιάζετε παρακαλώ...»
«Είναι νεκρή... είναι νεκρή...είναι...;»
«Οχι δεν είναι νεκρή...», σκέφθηκε και προχώρησε παγωμένος προς το μέρος που εκείνη κείτονταν αναίσθητη.
Οι φωνές του κόσμου, οι συστάσεις των αστυνομικών και οι απελπισμένες προσπάθειες των τραυματιοφορέων σίγησαν. Τώρα ήταν μόνο αυτός κι εκείνη. Ολομόναχοι και ολόγυμνοι στην απόφαση της μοίρας. Γονάτισε ακριβώς από πάνω της και την κοίταξε όπως ποτέ άλλοτε. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα ματωμένα χείλια της. Είχαν το πιο φραουλένιο χρώμα που είχε δει ποτέ του. Το φιλί που άφησε πάνω τους ήταν κάτι που δεν σκέφτηκε παρά πολύ. Κι ήταν εκείνο που επιβεβαίωσε τη δύναμη της αγάπης, αφού έκανε την καρδιά της να χτυπήσει ξανά!
© 2016 Ματίνα Κ. Καρελιώτη

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ωδή στα χέρια σου - Pablo Neruda

«Χωρίς πάθος, κανένα όνειρο δεν γίνεται πραγματικότητα.»

«Σμύρνη μου» - Σάββας Ακούσογλου