Μορφές
Απέναντι στο δέντρο μου, στο σκίνο που μεγαλώνει παρέα μου, που το θωρώ από γεννησιμιού μου, που θέριεψε κι έγινε φωλιά -αγκαλιά για κάθε λογής πουλιά: σπουργίτια, κοτσύφια, σουσουράδες, κουκουβάγιες, σταχτάρες· απέναντι σ' αυτό το δέντρο, μέσα στα πυκνά κλαδιά του, άλλα με φύλλα καταπράσινα κι άλλα στεγνά, ξερά χωρίς ίχνος παρόντος μέσα τους, μες στα κλαδιά αυτά, που είναι όλα μαζί, μπλεγμένα σαν τα μαλλιά μιας νύμφης ύστερα απ' το σμίξιμο της με το αιώνιο, ξεπροβάλλουν χίλιες μορφές μπροστά στα μάτια μου. Σοβαρές, αμίλητες, όχι παράξενες, μα σκοτεινές, θλιμμένες. Μορφές, πρόσωπα, όχι γνωστά, όχι του ονείρου, μιας κάποιας άλλης εποχής αντανακλάσεις. Στιγμιότυπα της ζωής που υπήρξε μέσα από την έκφραση του προσώπου, που στρέφεται από πόνο, οδύνη, ασχήμια, κακία, γεμίζοντας ρυτίδες, αυλακιές για να τρέχουν ανεμπόδιστα τα δάκρυα του θεού. Εγώ τα βλέπω τα πρόσωπα αυτά. Πάντα τα έβλεπα. Θέλουν άραγε να συμβαίνει αυτό. Το ξέρουν; Μήπως το επιδιώκουν; Μήπως μεταφέρουν μήνυμα;