Ο Διγενής Ακρίτας - Δημοτικό
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει. Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους, νά 'ρθει ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής, νά 'ρθει κι ο γιος του Δράκου νά 'ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος. Κι επήγαν και τον ηύρανε στον κάμπο ξαπλωμένο. Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι. -Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις; -Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι' αγαπημένοι, συχάσατε, καθίσατε κι εγώ σας αφηγιέμαι. Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια, που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν, κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος, με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι. Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια, νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι. Και τόσα χρόνια πού 'ζησα δω στον απάνου κόσμο κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους. Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο, πόχει το